Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
View word page
καταλύτης
καταλύτηςουm one who takes up lodgingsguest, boarderref. to travellers, troopsPlb. Plu.

ShortDef

lodger, stranger

Debugging

Headword:
καταλύτης
Headword (normalized):
καταλύτης
Headword (normalized/stripped):
καταλυτης
IDX:
21513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21514
Key:
καταλύτης

Data

{'headword_display': '<b>καταλύτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταλύτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who takes up lodgings</Def><Tr>guest, boarder<Expl>ref. to travellers, troops</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταλύτης'}