Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
View word page
καταλύσιμος
καταλύσιμοςονadjκαταλῡ́ω of an evilable to be undonebrought to an endS.

ShortDef

to be dissolved

Debugging

Headword:
καταλύσιμος
Headword (normalized):
καταλύσιμος
Headword (normalized/stripped):
καταλυσιμος
IDX:
21511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21512
Key:
καταλύσιμος

Data

{'headword_display': '<b>καταλύσιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταλύσιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταλῡ́ω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an evil</Indic><Tr>able to be undone<or/>brought to an end</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταλύσιμος'}