Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
View word page
κατα-λῡμαίνομαι
καταλῡμαίνομαιmid.vb of a managerdamage completelyruin, wrecka person's estateX.of troopsroofsw.dat.w. firePlb.of manual labourpeople's bodiesX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλῡμαίνομαι
Headword (normalized):
καταλῡμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλυμαινομαι
IDX:
21510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21511
Key:
καταλῡμαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λῡμαίνομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λῡμαίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a manager</Indic><Def>damage completely</Def><Tr>ruin, wreck</Tr><Obj>a person's estate<Au>X.</Au></Obj><vS2><Indic>of troops</Indic><Obj>roofs<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. fire</Expl><Au>Plb.</Au></Obj></vS2><vS2><Indic>of manual labour</Indic><Obj>people's bodies<Au>X.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταλῡμαίνομαι'}