Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
View word page
κατάλυμα
κατάλυμαατοςnκαταλῡ́ω sg. and pl.lodging-placeguest-room, quartersPlb. NT.guest-houseNT.

ShortDef

an inn, lodging

Debugging

Headword:
κατάλυμα
Headword (normalized):
κατάλυμα
Headword (normalized/stripped):
καταλυμα
IDX:
21509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21510
Key:
κατάλυμα

Data

{'headword_display': '<b>κατάλυμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάλυμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καταλῡ́ω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>sg. and pl.</Indic><Def>lodging-place</Def><Tr>guest-room, quarters</Tr><Au>Plb. NT.</Au><nS2><Tr>guest-house</Tr><Au>NT.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'κατάλυμα'}