Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
View word page
κατα-λοχίζω
καταλοχίζωvb assign to companiesenrolboys, slavesw. εἰς + acc.into a cadet corps, a fighting forcePlu.pass.of troopsbe enrolled into companiesPlu.

ShortDef

to distribute into

Debugging

Headword:
καταλοχίζω
Headword (normalized):
καταλοχίζω
Headword (normalized/stripped):
καταλοχιζω
IDX:
21507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21508
Key:
καταλοχίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λοχίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λοχίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>assign to companies</Def><vS2><Tr>enrol</Tr><Obj>boys, slaves<Expl><GLbl>w. <Ref>εἰς</Ref> + acc.</GLbl>into a cadet corps, a fighting force</Expl><Au>Plu.</Au></Obj></vS2><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of troops</Indic><Def>be enrolled into companies</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλοχίζω'}