Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
View word page
κατᾱλοφάδεια
κατᾱλοφάδειαep.advκατάλόφος metri grat. across the necki.e. over one's shouldersref. to carrying a slain deerOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατᾱλοφάδεια
Headword (normalized):
κατᾱλοφάδεια
Headword (normalized/stripped):
καταλοφαδεια
IDX:
21506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21507
Key:
κατᾱλοφάδεια

Data

{'headword_display': '<b>κατᾱλοφάδεια</b>', 'content': "<AdvE><vHG><HL>κατᾱλοφάδεια</HL><PS>ep.adv</PS><Ety><Ref>κατά</Ref><Ref>λόφος</Ref></Ety><FG><Case><Lbl><Gr>ᾱ</Gr><ital> metri grat.</ital></Lbl></Case></FG></vHG> <advS1><Tr>across the neck<Expl>i.e. over one's shoulders</Expl></Tr><ModVb>ref. to carrying a slain deer<Au>Od.</Au></ModVb></advS1></AdvE>", 'key': 'κατᾱλοφάδεια'}