Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
View word page
κατα-λούομαι
καταλούομαιmid.vb2sg.
καταλόει
use up on bathingone's father's moneyAr.

ShortDef

to spend in bathing

Debugging

Headword:
καταλούομαι
Headword (normalized):
καταλούομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλουομαι
IDX:
21505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21506
Key:
καταλούομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λούομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λούομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>2sg.</Lbl><Form>καταλόει</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>use up on bathing</Tr><Obj>one's father's money<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταλούομαι'}