Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
View word page
κατ-αλοκίζομαι
καταλοκίζομαιmid.vb hyperbol., of mournersmake furrowsin their cheeksw.dat.w. their nailsE.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλοκίζομαι
Headword (normalized):
καταλοκίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλοκιζομαι
IDX:
21504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21505
Key:
καταλοκίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αλοκίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αλοκίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>hyperbol., of mourners</Indic><Tr>make furrows<Expl>in their cheeks</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. their nails<Au>E.<LblR>tm.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλοκίζομαι'}