Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
View word page
κατάλοιπος
κατάλοιποςονadjκαταλείπω of personsleft behindin a placeleft over, remainingafter others have leftD. of things, tasksleft over, remainingafter others have been dealt withPl. Plb.of actionssubsequentPlb.

ShortDef

left remaining

Debugging

Headword:
κατάλοιπος
Headword (normalized):
κατάλοιπος
Headword (normalized/stripped):
καταλοιπος
IDX:
21503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21504
Key:
κατάλοιπος

Data

{'headword_display': '<b>κατάλοιπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάλοιπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταλείπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>left behind<Expl>in a place</Expl></Def><Tr>left over, remaining<Expl>after others have left</Expl></Tr><Au>D. </Au></aS1> <aS1><Indic>of things, tasks</Indic><Tr>left over, remaining<Expl>after others have been dealt with</Expl></Tr><Au>Pl. Plb.</Au></aS1><aS1><Indic>of actions</Indic><Tr>subsequent</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάλοιπος'}