Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
View word page
καταλογεύς
καταλογεύςέωςm official who enrols peopleas assemblymen, knightskeeper of the rolls, registrarLys. Arist.

ShortDef

officer who enrols citizens

Debugging

Headword:
καταλογεύς
Headword (normalized):
καταλογεύς
Headword (normalized/stripped):
καταλογευς
IDX:
21499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21500
Key:
καταλογεύς

Data

{'headword_display': '<b>καταλογεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταλογεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>official who enrols people<Expl>as assemblymen, knights</Expl></Def><Tr>keeper of the rolls, registrar</Tr><Au>Lys. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταλογεύς'}