Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
View word page
καταλογάδην
καταλογάδηνadvκαταλέγω in conversationopp. in one's literary compositionsPl.in proseopp. versePl.quasi-adjl., of writingsIsoc. Pl.

ShortDef

by way of conversation, in prose

Debugging

Headword:
καταλογάδην
Headword (normalized):
καταλογάδην
Headword (normalized/stripped):
καταλογαδην
IDX:
21498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21499
Key:
καταλογάδην

Data

{'headword_display': '<b>καταλογάδην</b>', 'content': "<AdvE><vHG><HL>καταλογάδην</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>καταλέγω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in conversation<Expl>opp. in one's literary compositions</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></advS1><advS1><Tr>in prose<Expl>opp. verse</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><advS2><Indic>quasi-adjl., of writings</Indic><Au>Isoc. Pl.</Au></advS2></advS1></AdvE>", 'key': 'καταλογάδην'}