Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
View word page
κατ-αλοάω
καταλοάωcontr.vbimpf.
κατηλόων
beat to deathcaptivesAeschin. of charging cavalrycrush to piecestroops, armourX.

ShortDef

to crush in pieces, make an end of

Debugging

Headword:
καταλοάω
Headword (normalized):
καταλοάω
Headword (normalized/stripped):
καταλοαω
IDX:
21497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21498
Key:
καταλοάω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αλοάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αλοάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>impf.</Lbl><Form>κατηλόων</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>beat to death</Tr><Obj>captives<Au>Aeschin.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of charging cavalry</Indic><Tr>crush to pieces</Tr><Obj>troops, armour<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλοάω'}