Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
καταλοκίζομαι
View word page
καταλλακτικός
καταλλακτικόςή όνadj of personsinclined to reconciliationforgiving, conciliatoryArist.

ShortDef

easy to reconcile, placable

Debugging

Headword:
καταλλακτικός
Headword (normalized):
καταλλακτικός
Headword (normalized/stripped):
καταλλακτικος
IDX:
21494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21495
Key:
καταλλακτικός

Data

{'headword_display': '<b>καταλλακτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταλλακτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Def>inclined to reconciliation</Def><Tr>forgiving, conciliatory</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταλλακτικός'}