Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
κατάλοιπος
View word page
καταλλαγή
καταλλαγήῆςfκαταλλάσσω reconciliationw. enemiesD. Arist.settlingof a warAr.fig., of a curseA.exchangingof money, fr. one currency to anotherD.

ShortDef

exchange

Debugging

Headword:
καταλλαγή
Headword (normalized):
καταλλαγή
Headword (normalized/stripped):
καταλλαγη
IDX:
21493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21494
Key:
καταλλαγή

Data

{'headword_display': '<b>καταλλαγή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταλλαγή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταλλάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>reconciliation<Expl>w. enemies</Expl></Tr><Au>D. Arist.</Au><nS2><Tr>settling<Expl>of a war</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS2><nS2><Indic>fig., of a curse</Indic><Au>A.</Au></nS2></nS1><nS1><Tr>exchanging<Expl>of money, fr. one currency to another</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταλλαγή'}