Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
κατάλογος
View word page
κατα-λῑπαρέω
κατα-λῑπαρέωcontr.vb make a successful pleato someoneMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλῑπαρέω
Headword (normalized):
καταλῑπαρέω
Headword (normalized/stripped):
καταλιπαρεω
IDX:
21492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21493
Key:
καταλῑπαρέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λῑπαρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα-λῑπαρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make a successful plea<Expl>to someone</Expl></Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλῑπαρέω'}