Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
καταλογή
καταλογίζομαι
View word page
κατα-λιμπάνω
καταλιμπάνωvbλείπω leave behindabandona personSapph. cause to remain behindwhen one leavesleavetroopsw.prep.phr.in a placeTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλιμπάνω
Headword (normalized):
καταλιμπάνω
Headword (normalized/stripped):
καταλιμπανω
IDX:
21491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21492
Key:
καταλιμπάνω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λιμπάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λιμπάνω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>λείπω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>leave behind</Def><Tr>abandon</Tr><Obj>a person<Au>Sapph. </Au></Obj> </vS1> <vS1><Def>cause to remain behind<Expl>when one leaves</Expl></Def><Tr>leave</Tr><Obj>troops<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>in a place</Expl><Au>Th.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλιμπάνω'}