Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
καταλογάδην
καταλογεύς
View word page
κατα-λιθάζω
καταλιθάζωvb stone to deathpersonsNT.

ShortDef

stone to death

Debugging

Headword:
καταλιθάζω
Headword (normalized):
καταλιθάζω
Headword (normalized/stripped):
καταλιθαζω
IDX:
21489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21490
Key:
καταλιθάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λιθάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λιθάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>stone to death</Tr><Obj>persons<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλιθάζω'}