Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
καταλοάω
View word page
καταλήψιμος
καταλήψιμοςονadjκαταλαμβάνω of a defendantdeserving to be convictedAntipho

ShortDef

to be seized and condemned

Debugging

Headword:
καταλήψιμος
Headword (normalized):
καταλήψιμος
Headword (normalized/stripped):
καταληψιμος
IDX:
21487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21488
Key:
καταλήψιμος

Data

{'headword_display': '<b>καταλήψιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταλήψιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταλαμβάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a defendant</Indic><Tr>deserving to be convicted</Tr><Au>Antipho</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταλήψιμος'}