Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
κατάλληλος
View word page
κατα-λῃτουργέω
καταλῃτουργέωcontr.vb use up on public servicesvast sumsD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλῃτουργέω
Headword (normalized):
καταλῃτουργέω
Headword (normalized/stripped):
καταλητουργεω
IDX:
21486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21487
Key:
καταλῃτουργέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λῃτουργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λῃτουργέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>use up on public services</Tr><Obj>vast sums<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλῃτουργέω'}