Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
καταλλάσσω
View word page
καταληπτός
καταληπτόςή όνadj of grieftaking holdof a houseE. of a personcaptivated, obsessedw.dat.by moneyPlb. of conceptsable to be graspedcomprehensiblePlb.of goalsto be achievedw.dat.by certain meansTh.

ShortDef

to be achieved

Debugging

Headword:
καταληπτός
Headword (normalized):
καταληπτός
Headword (normalized/stripped):
καταληπτος
IDX:
21485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21486
Key:
καταληπτός

Data

{'headword_display': '<b>καταληπτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταληπτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of grief</Indic><Tr>taking hold<Expl>of a house</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>captivated, obsessed<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by money</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <aS1><Indic>of concepts</Indic><Def>able to be grasped</Def><Tr>comprehensible</Tr><Au>Plb.</Au></aS1><aS1><Indic>of goals</Indic><Tr>to be achieved<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by certain means</Expl></Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταληπτός'}