Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
καταλλακτικός
View word page
καταληπτικός
καταληπτικόςή όνadj of a politiciangood at repressionw.gen.of a noisy mobAr.

ShortDef

able to keep down

Debugging

Headword:
καταληπτικός
Headword (normalized):
καταληπτικός
Headword (normalized/stripped):
καταληπτικος
IDX:
21484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21485
Key:
καταληπτικός

Data

{'headword_display': '<b>καταληπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταληπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a politician</Indic><Tr>good at repression<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a noisy mob</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταληπτικός'}