Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
καταλιμπάνω
καταλῑπαρέω
καταλλαγή
View word page
καταληπτέος
καταληπτέοςᾱ ον
Ion.καταλαμπτέοςη ον
vbl.adjκαταλαμβάνω
of an enterpriseto be achievedw.dat.w. daring and good timingPlu.of a wrongdoerto be dealt withw.dat.by deathHdt.

ShortDef

to be seized

Debugging

Headword:
καταληπτέος
Headword (normalized):
καταληπτέος
Headword (normalized/stripped):
καταληπτεος
IDX:
21483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21484
Key:
καταληπτέος

Data

{'headword_display': '<b>καταληπτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταληπτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>καταλαμπτέος</FmHL><DInfl><FmInfl>η ον</FmInfl></DInfl></DL><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>καταλαμβάνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an enterprise</Indic><Tr>to be achieved<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. daring and good timing</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1><aS1><Indic>of a wrongdoer</Indic><Tr>to be dealt with<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by death</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταληπτέος'}