Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλέγμενος
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
καταλιθόω
View word page
κατ-αλέω
καταλέωcontr.vbep.3pl.aor.tm.
κατὰ ... ἄλεσσαν
grind to powder, grind upwheat, dried locustsOd. Hdt.

ShortDef

to grind down

Debugging

Headword:
καταλέω
Headword (normalized):
καταλέω
Headword (normalized/stripped):
καταλεω
IDX:
21480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21481
Key:
καταλέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αλέω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.aor.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>κατὰ ... ἄλεσσαν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>grind to powder, grind up</Tr><Obj>wheat, dried locusts<Au>Od. Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλέω'}