Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλγέω
καταλέγμενος
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
κατάληψις
καταλιθάζω
View word page
κατα-λέχομαι
καταλέχομαιep.mid.vbfut.
καταλέξομαι
3sg.aor.
κατελέξατο
athem.aor.: 3sg.
κατέλεκτο
inf.
καταλέχθαι
ptcpl.
καταλέγμενος
lie downesp. on a bed, to sleepHom. Hes.

ShortDef

lie down, go to bed

Debugging

Headword:
καταλέχομαι
Headword (normalized):
καταλέχομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλεχομαι
IDX:
21479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21480
Key:
καταλέχομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λέχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λέχομαι</HL><PS>ep.mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>καταλέξομαι</Form></Tns><Tns><Lbl>3sg.aor.</Lbl><Form>κατελέξατο</Form></Tns><Tns><Lbl>athem.aor.: 3sg.</Lbl><Form>κατέλεκτο</Form><Lbl>inf.</Lbl><Form>καταλέχθαι</Form><Lbl>ptcpl.</Lbl><Form>καταλέγμενος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>lie down<Expl>esp. on a bed, to sleep</Expl></Tr><Au>Hom. Hes.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλέχομαι'}