Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγμενος
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
καταλήψιμος
View word page
κατα-λεπτολογέω
καταλεπτολογέωcontr.vb quibble away to nothinga rival's utterancesAr.

ShortDef

to waste in subtle talk

Debugging

Headword:
καταλεπτολογέω
Headword (normalized):
καταλεπτολογέω
Headword (normalized/stripped):
καταλεπτολογεω
IDX:
21477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21478
Key:
καταλεπτολογέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λεπτολογέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λεπτολογέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>quibble away to nothing</Tr><Obj>a rival's utterances<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταλεπτολογέω'}