Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγμενος
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
καταληπτικός
καταληπτός
καταλῃτουργέω
View word page
καταλεκτέος
καταλεκτέοςᾱ ονvbl.adjκαταλέγω of a listto be compiledPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλεκτέος
Headword (normalized):
καταλεκτέος
Headword (normalized/stripped):
καταλεκτεος
IDX:
21476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21477
Key:
καταλεκτέος

Data

{'headword_display': '<b>καταλεκτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταλεκτέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>καταλέγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a list</Indic><Tr>to be compiled</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταλεκτέος'}