Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγμενος
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
καταλέω
καταλήγω
καταλήθομαι
καταληπτέος
View word page
κατ-άλειπτος
κατάλειπτοςονadjἀλείφω of personsanointedw.dat.w. perfumed ointmentAr.

ShortDef

anointed

Debugging

Headword:
κατάλειπτος
Headword (normalized):
κατάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
καταλειπτος
IDX:
21473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21474
Key:
κατάλειπτος

Data

{'headword_display': '<b>κατ-άλειπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατ<hyph/>άλειπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀλείφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>anointed<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. perfumed ointment</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάλειπτος'}