Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγμενος
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
καταλεύω
καταλέχομαι
View word page
κατ-αλγέω
καταλγέωcontr.vb feel great pain in one's heartbe aggrievedS. Plb.

ShortDef

to suffer much, feel sore pain

Debugging

Headword:
καταλγέω
Headword (normalized):
καταλγέω
Headword (normalized/stripped):
καταλγεω
IDX:
21469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21470
Key:
καταλγέω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αλγέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αλγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>feel great pain in one's heart</Def><Tr>be aggrieved</Tr><Au>S. Plb.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'καταλγέω'}