Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγμενος
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
κατάλειψις
καταλεκτέος
καταλεπτολογέω
View word page
καταλαμπτέος
καταλαμπτέοςIon.vbl.adjseeκαταληπτέος

ShortDef

to be arrested

Debugging

Headword:
καταλαμπτέος
Headword (normalized):
καταλαμπτέος
Headword (normalized/stripped):
καταλαμπτεος
IDX:
21467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21468
Key:
καταλαμπτέος

Data

{'headword_display': '<b>καταλαμπτέος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταλαμπτέος</HL><PS>Ion.vbl.adj</PS></HG><XR>see<Ref>καταληπτέος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταλαμπτέος'}