Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγμενος
καταλέγω
καταλείβω
κατάλειπτος
καταλείπω
View word page
κατ-αλαζονεύομαι
καταλαζονεύομαιmid.vb boastfully saysthg.D.w.compl.cl.that sthg. is the casePlu. make exaggerated claimsw. περί + gen.about someone or sthg.Isoc.

ShortDef

to boast

Debugging

Headword:
καταλαζονεύομαι
Headword (normalized):
καταλαζονεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλαζονευομαι
IDX:
21464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21465
Key:
καταλαζονεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αλαζονεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αλαζονεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>boastfully say</Tr><Obj>sthg.<Au>D.</Au></Obj><Cmpl><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that sthg. is the case<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Tr>make exaggerated claims</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>περί</Ref> + gen.</GLbl>about someone or sthg.<Au>Isoc.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλαζονεύομαι'}