Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
καταλέγμενος
View word page
κατα-κῡριεύω
κατακῡριεύωvb of rulershave authorityw.gen.over a peopleNT. of a possessed manoverpowerw.gen.exorcistsNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακῡριεύω
Headword (normalized):
κατακῡριεύω
Headword (normalized/stripped):
κατακυριευω
IDX:
21460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21461
Key:
κατακῡριεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κῡριεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κῡριεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of rulers</Indic><Tr>have authority</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>over a people<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of a possessed man</Indic><Tr>overpower</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>exorcists<Au>NT.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακῡριεύω'}