Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
καταλγέω
View word page
κατα-κύπτω
κατακύπτωvb of personsbendstoop downIl. Men. NT.

ShortDef

to bend down, stoop

Debugging

Headword:
κατακύπτω
Headword (normalized):
κατακύπτω
Headword (normalized/stripped):
κατακυπτω
IDX:
21459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21460
Key:
κατακύπτω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κύπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κύπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>bend<or/>stoop down</Tr><Au>Il. Men. NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακύπτω'}