Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαμβάνω
καταλαμπτέος
View word page
κατα-κυλίνδομαι
κατακυλίνδομαιpass.vb of persons, a helmettumble downfr. a high placeHdt.w.prep.phr.fr. one's horseX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακυλίνδομαι
Headword (normalized):
κατακυλίνδομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακυλινδομαι
IDX:
21457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21458
Key:
κατακυλίνδομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κυλίνδομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κυλίνδομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons, a helmet</Indic><Tr>tumble down<Expl>fr. a high place</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>fr. one's horse<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'κατακυλίνδομαι'}