Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
καταλαμβάνω
View word page
κατα-κυβεύω
κατακυβεύωvb squander in dice-playinggamble awayone's fortuneLys.pass.of moneybe gambled awayAeschin.

ShortDef

to lose in dicing

Debugging

Headword:
κατακυβεύω
Headword (normalized):
κατακυβεύω
Headword (normalized/stripped):
κατακυβευω
IDX:
21456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21457
Key:
κατακυβεύω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κυβεύω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κυβεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>squander in dice-playing</Def><Tr>gamble away</Tr><Obj>one's fortune<Au>Lys.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of money</Indic><Def>be gambled away</Def><Au>Aeschin.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'κατακυβεύω'}