Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
καταλαλέω
View word page
κατακτός
κατακτόςή όνadjκατάγω brought downof a game of kottabosin which the target is knocked downAr.

ShortDef

to be sunk

Debugging

Headword:
κατακτός
Headword (normalized):
κατακτός
Headword (normalized/stripped):
κατακτος
IDX:
21455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21456
Key:
κατακτός

Data

{'headword_display': '<b>κατακτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατακτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατάγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>brought down</Def><aS2><Indic>of a game of kottabos</Indic><Tr>in which the target is knocked down</Tr><Au>Ar.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κατακτός'}