Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
κατακωμάζω
καταλαζονεύομαι
View word page
κατάκτησις
κατάκτησιςεωςfκατακτάομαι act of gaining or taking possessionacquisitionof power, territoryPlb. Plu.

ShortDef

acquisition

Debugging

Headword:
κατάκτησις
Headword (normalized):
κατάκτησις
Headword (normalized/stripped):
κατακτησις
IDX:
21454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21455
Key:
κατάκτησις

Data

{'headword_display': '<b>κατάκτησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάκτησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατακτάομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of gaining or taking possession</Def><Tr>acquisition<Expl>of power, territory</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάκτησις'}