Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
κατακωλῡ́ω
View word page
κατα-κτεατίζομαι
κατακτεατίζομαιmid.vb gain possession ofacquire, geta toyfr. someoneAR.

ShortDef

get for oneself

Debugging

Headword:
κατακτεατίζομαι
Headword (normalized):
κατακτεατίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακτεατιζομαι
IDX:
21452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21453
Key:
κατακτεατίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κτεατίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κτεατίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>gain possession of</Def><Tr>acquire, get</Tr><Obj>a toy<Expl>fr. someone</Expl><Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακτεατίζομαι'}