Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρημνάομαι
κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
κατακῡρόω
View word page
κατα-κτάομαι
κατακτάομαιmid.contr.vb gain possession ofacquire, winadvantages, wealth, power, territoryS. Isoc. Pl. X. Arist. incuraccusationsTh.

ShortDef

to get for oneself entirely, gain possession of

Debugging

Headword:
κατακτάομαι
Headword (normalized):
κατακτάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακταομαι
IDX:
21451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21452
Key:
κατακτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κτάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κτάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>gain possession of</Def><Tr>acquire, win</Tr><Obj>advantages, wealth, power, territory<Au>S. Isoc. Pl. X. Arist.<NBPlus/></Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>incur</Tr><Obj>accusations<Au>Th.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακτάομαι'}