Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρεοργέομαι
κατακρημνάομαι
κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
κατακῡριεύω
View word page
κατακτάμεν
κατακτάμενκατακτάμεναιep.athem.aor.infs.κατακτάμενοςep.athem.aor.mid.ptcpl.seeκατακτείνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακτάμεν
Headword (normalized):
κατακτάμεν
Headword (normalized/stripped):
κατακταμεν
IDX:
21450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21451
Key:
κατακτάμεν

Data

{'headword_display': '<b>κατακτάμεν</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατακτάμεν<and/>κατακτάμεναι<LblR>ep.athem.aor.infs.</LblR></RefFm><RefFm>κατακτάμενος<LblR>ep.athem.aor.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατακτείνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατακτάμεν'}