Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρεμάννῡμι
κατακρεοργέομαι
κατακρημνάομαι
κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
κατακύπτω
View word page
κατα-κρώζω
κατακρώζωvb of birds, fig.ref. to detractorsscreech ata statesmanAr.

ShortDef

to croak at, croak down

Debugging

Headword:
κατακρώζω
Headword (normalized):
κατακρώζω
Headword (normalized/stripped):
κατακρωζω
IDX:
21449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21450
Key:
κατακρώζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κρώζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κρώζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of birds, fig.ref. to detractors</Indic><Tr>screech at</Tr><Obj>a statesman<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακρώζω'}