Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακρατέω
κατακρεμάννῡμι
κατακρεοργέομαι
κατακρημνάομαι
κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
κατακυλίνδομαι
κατακῡμοτακής
View word page
κατακρυφᾱ́
κατακρυφᾱ́ᾶςdial.f means of concealinginformationS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακρυφᾱ́
Headword (normalized):
κατακρυφᾱ́
Headword (normalized/stripped):
κατακρυφα
IDX:
21448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21449
Key:
κατακρυφᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>κατακρυφᾱ́</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατακρυφᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><PS>dial.f</PS></HG> <nS1><Tr>means of concealing<Expl>information</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατακρυφᾱ́'}