Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακούω
κατακρᾱ́ζω
κατακρατέω
κατακρεμάννῡμι
κατακρεοργέομαι
κατακρημνάομαι
κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατάκτησις
κατακτός
κατακυβεύω
View word page
κατα-κρούω
κατακρούωvb knockon objects, to attract beesPl.

ShortDef

knock

Debugging

Headword:
κατακρούω
Headword (normalized):
κατακρούω
Headword (normalized/stripped):
κατακρουω
IDX:
21446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21447
Key:
κατακρούω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κρούω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κρούω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>knock<Expl>on objects, to attract bees</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακρούω'}