Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακούω
κατακρᾱ́ζω
κατακρατέω
κατακρεμάννῡμι
κατακρεοργέομαι
κατακρημνάομαι
κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
κατακρυφᾱ́
κατακρώζω
κατακτάμεν
View word page
κατα-κρεοργέομαι
κατακρεοργέομαιIon.pass.contr.vbκρεουργός hyperbol., of a soldierbe butchered, be hacked to piecesHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακρεοργέομαι
Headword (normalized):
κατακρεοργέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακρεοργεομαι
IDX:
21440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21441
Key:
κατακρεοργέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κρεοργέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κρεοργέομαι</HL><PS>Ion.pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>κρεουργός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>hyperbol., of a soldier</Indic><Tr>be butchered, be hacked to pieces</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακρεοργέομαι'}