Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφράσμων
ἄφραστος
ἀφραστύς
ἀφρέω
ἀφρήτωρ
ἀφρίζω
ἀφρῑκτῑ́
Ἀφρογένεια
ἀφρογενής
ἀφροδῑσιάζω
ἀφροδῑσιαστικός
Ἀφροδῑ́σιος
Ἀφροδῑ́τη
ἀφρονέω
ἀφροντιστέω
ἀφρόντιστος
ἀφρόνως
ἀφρός
ἀφροσύνη
ἀφρούρητος
ἄφρουρος
View word page
ἀφροδῑσιαστικός
ἀφροδῑσιαστικόςή όνadj of gratificationsexualArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφροδῑσιαστικός
Headword (normalized):
ἀφροδῑσιαστικός
Headword (normalized/stripped):
αφροδισιαστικος
IDX:
2143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2144
Key:
ἀφροδῑσιαστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἀφροδῑσιαστικός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀφροδῑσιαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <nS1><Indic>of gratification</Indic><Tr>sexual</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀφροδῑσιαστικός'}