Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακούω
κατακρᾱ́ζω
κατακρατέω
κατακρεμάννῡμι
κατακρεοργέομαι
κατακρημνάομαι
κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
κατακρούω
κατακρύπτω
View word page
κατα-κρᾱ́ζω
κατακρᾱ́ζωvbfut.pf.w.fut.sens.
κατακεκρᾱ́ξομαι
defeat by screechingof a personshout downan opponentAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακρᾱ́ζω
Headword (normalized):
κατακρᾱ́ζω
Headword (normalized/stripped):
κατακραζω
IDX:
21437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21438
Key:
κατακρᾱ́ζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-κρᾱ́ζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>κρᾱ́ζω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.pf.<Expl>w.fut.sens.</Expl></Lbl><Form>κατακεκρᾱ́ξομαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Def>defeat by screeching</Def><vS2><Indic>of a person</Indic><Tr>shout down</Tr><Obj>an opponent<Au>Ar.</Au></Obj> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακρᾱ́ζω'}