Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακούω
κατακρᾱ́ζω
κατακρατέω
κατακρεμάννῡμι
κατακρεοργέομαι
κατακρημνάομαι
κατακρημνίζω
κατακρίμναμαι
κατακρῑ́νω
κατακροταλίζω
View word page
κατακόσμησις
κατακόσμησιςεωςf orderly runningarrangement, orderof the worldPl. well-ordered conditionof a person's soulPl.

ShortDef

arrangement

Debugging

Headword:
κατακόσμησις
Headword (normalized):
κατακόσμησις
Headword (normalized/stripped):
κατακοσμησις
IDX:
21435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21436
Key:
κατακόσμησις

Data

{'headword_display': '<b>κατακόσμησις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κατακόσμησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>orderly running</Def><Tr>arrangement, order<Expl>of the world</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <nS1><Tr>well-ordered condition<Expl>of a person's soul</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κατακόσμησις'}