Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακούω
κατακρᾱ́ζω
κατακρατέω
κατακρεμάννῡμι
κατακρεοργέομαι
View word page
κατά-κοπος
κατάκοποςονadjκόπος of a person, a dogtired outPlu.

ShortDef

very weary

Debugging

Headword:
κατάκοπος
Headword (normalized):
κατάκοπος
Headword (normalized/stripped):
κατακοπος
IDX:
21430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21431
Key:
κατάκοπος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-κοπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>κοπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person, a dog</Indic><Tr>tired out</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάκοπος'}