Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακούω
κατακρᾱ́ζω
κατακρατέω
κατακρεμάννῡμι
View word page
κατ-ακοντίζω
κατακοντίζωvb strike down with javelinspersons, horsesHdt. Th. X. D. Plb. Plu.pass.be struck down with javelinsX. Plu.

ShortDef

to shoot down

Debugging

Headword:
κατακοντίζω
Headword (normalized):
κατακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακοντιζω
IDX:
21429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21430
Key:
κατακοντίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ακοντίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ακοντίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>strike down with javelins</Tr><Obj>persons, horses<Au>Hdt. Th. X. D. Plb. Plu.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be struck down with javelins</Def><Au>X. Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατακοντίζω'}