Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακούω
κατακρᾱ́ζω
View word page
κατακονᾱ́
κατακονᾱ́ᾶςdial.fκατακαίνω act of killingdestructionw.gen. of a person's lifeE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακονᾱ́
Headword (normalized):
κατακονᾱ́
Headword (normalized/stripped):
κατακονα
IDX:
21427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21428
Key:
κατακονᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>κατακονᾱ́</b>', 'content': "<NE><HG><HL>κατακονᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><PS>dial.f</PS><Ety><Ref>κατακαίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of killing</Def><Tr>destruction<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl> of a person's life</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>", 'key': 'κατακονᾱ́'}