Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατάκοιτος
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονᾱ́
κατακονδυλίζομαι
κατακοντίζω
κατάκοπος
κατακόπτω
κατακορής
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακούω
View word page
κατά-κομος
κατάκομοςονadjκόμη of the cheek of a young man, envisaged as a bullockcovered with hairhirsuteE.

ShortDef

with long falling hair

Debugging

Headword:
κατάκομος
Headword (normalized):
κατάκομος
Headword (normalized/stripped):
κατακομος
IDX:
21426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21427
Key:
κατάκομος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-κομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>κομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόμη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the cheek of a young man, envisaged as a bullock</Indic><Def>covered with hair</Def><Tr>hirsute</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάκομος'}